- προσεκχλευάζω
- Α [ἐκχλευάζω]περιγελώ ακόμη πιο πολύ, εμπαίζω επιπροσθέτως («ὑβριστικῶς προσκεχλαυακώς ὑμᾱς φανήσεται», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεκκεχλευακώς — προσεκχλευάζω ridicule besides perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)